ἀποβαλώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβαλώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβαλώνομαι Κίμωλ. Σίφν. ᾽ποβαλώνομαι Κύθν. ᾽πηαλώνομαι Ρόδ. ’bεβαλώνομαι Θήρ. ’bεbαλώνομαι Θήρ. Μῆλ. Νάξ. ᾿bηbαλώνομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀπόβαλα - ἀποβαλωμένος ἀορ. τοῦ ἀποβάλλω, καθὰ (ἔ)μβαλα - ᾿μβαλωμένος - ’μβαλώνω - μπαλώνω, ἔκαμα - καμωμένος - καμώνομαι, περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 7 (1910/11) 50 κἑξ. Ἡ συλλαβὴ πη- καὶ bη- διὰ τὴν αὔξησιν. Ὁ τύπ. ’μπεμπαλώνομαι καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Πάσχω ἀποβολὴν, ἔκτρωσιν, ὠμοτοκῶ, ἐπὶ ἀνθρώπου καὶ ζῴου ἔνθ’ ἀν.: ’Ποβαλώθηκε ἡ γυναῖκα μου Κύθν. Δὲ dαγιαdᾷ τὴ μυρωδιὰ καὶ θὰ ’bεbαλωθῇ Θήρ. Ἐμπεμπαλώθηκε ἠ γαδάρα Μῆλ. Ἡ φοράδα μας ἐπηαλώθηκε Ρόδ. Ἔχω τρεῖς βολὲς ποῦ ’ bηbαλώνομαι Ἀπύρανθ. Ἤφαές με, δὲν ἤτονε νὰ ’ bηbαλωθῶ ὅdε σὲ σήκωνα, μόνο θάρου bῶς θὰ βασιλέψω! αὐτόθ. Ἕνα gωπελλάκι ἐbηbαλώθηκε (δηλ. τὸ ἐκτρωθὲν ἦτο ἄρρεν) αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβάλλω 6.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA