ἀποβάλωσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβάλωσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποβάλωσι ἡ, ἀμάρτ. ᾿bηbάλωσι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 'bεbάλωσι Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποβαλώνω ὃ ἰδ. Παρὰ Σομ. μπεμπάλωσις.

Σημασιολογία

Ἀπόβαλμα 3, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἑφτὰ παιδιˬὰ ἔχω καμωμένα καὶ μιˬὰ ᾿bηbάλωσι Ἀπύρανθ. Χερότεροι πόνοι ἐπέρασα ’ς τσοὶ ᾽bηbάλωσες παρὰ ᾽ς τσοὶ ᾽έννες αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβάλωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/