ἀποβαντζάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβαντζάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβαντζάρω ἀμάρτ. ἀποβατζέρνω Κρήτ. ’ποβατζέρνω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ᾽βαντζάρω, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀβαντζάρω, παρ᾽ ὃ καὶ ᾽βατζέρνω.
Σημασιολογία
Πλεονάζω, περισσεύω: Τὸ δικό μου τὸ κορδόνι ἀπὸ τὸ δικό σου ἀποβατζέρνει μιὰ bιθαμή. Πεὰ ψηλή ’ναι ἡ Μαρία ἀπὸ τὴν Ἑλένη, ἡ κεφαλή τζη ἀποβατζέρνει. Ἀπάνω ἀπὸ τὸ κοφίνι ἀποβατζέρνου dὰ σταφύλιˬα. Συνών. ἀβαντζάρω Β3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA