ἀπόβαρον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόβαρον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόβαρον τό, λόγ. κοιν. ἀπόβαρο κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βάρος.

Σημασιολογία

Τὸ βάρος δοχείου ἐμπορεύματος, οἷον σάκκου κττ., ἀφαιρούμενον ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ περιεχομένου, ἡ διαφορὰ μεταξὺ μεικτοῦ καὶ καθαροῦ βάρους. Συνών. ντάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/