ἀποβάψιμον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβάψιμον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποβάψιμον τό, Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποβάψω.

Σημασιολογία

Ἀποβολὴ ἢ φθορὰ τῆς βαφῆς, τοῦ χρώματος, ἀποχρωματισμός. Συνών. ἀπόβαλμα 1, ξεβάψιμο, ξεθώριˬασμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/