ἀποβγαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβγαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβγαίνω Ἄνδρ. Θρᾴκ. Ἰων. (Κρήν.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Οἰν.) ’ποβγαίνω Ἰων. (Κρήν.) Χίος ἀπουβγαίνου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) ἄπεβγαίνω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) ’πεβγαίνω Πόντ. ἐπεβγαίνω Πόντ. (Ἀργυρόπ. Χαλδ.) Ἀορ. γ’. ἑνικ. ἀπόβγεν
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποβγαίνω.
Σημασιολογία
1) Ἐκβαίνω, ἐξέρχομαι, φεύγω Ἄνδρ. Ἰων. (Κρήν.) Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος: Φρ. Ἐπόβγε ἀ τὸ νοῦ μου (ἐλησμόνησα) ᾽Απύρανθ. Αὐτὸ δὲ μ’ ἀποβγαίνει (δὲν τὸ λησμονῶ) Ἄνδρ. Δὲν μοῦ ᾿ποβγαίνει μὲ τὸ λόγο ποῦ ’μοῦ ᾽πεν ὁ δεῖνα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήν Ὅσο θυμᾶται ὁ δεῖνα τὸν μπάτσο ποῦ ἔφαγεν ἀπὸ τὸν δεῖνα, δὲν τοῦ ’ποβγαίνει αὐτόθ. || ᾎσμ. Καθὼς ἀπόβγεν τὰ στενὰ τσ᾿ ἤπιˬασεν τοὶς ἁπλάδες Χίος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. S 3090 (ἔκδ. JLambert) «καὶ πάλιν κατορκίζω σε καὶ ὀμνύω σε εἰς τὸ σπαθίν σου, | μὴ μὲ ἀπεβγῇς, μὴ ξενωθῇς, μηδὲ ἀποχωρισθῆς με». β) ᾽Εκφεύγω τινά, μόνον μὲ ὑποκ. ἐννοούμενον ἡ πορδὴ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Ἀπεβγαίνει με (μοῦ φεύγει) Κερασ. Ἐπεξῆβε με (μοῦ ἔφυγε) αὐτόθ. Συνών. ἀποβγαινίσκω. 2) ’Επὶ τῆς ἐπῳαζούσης ὄρνιθος, κάμνω νὰ ἐκκολαφθοῦν οἱ νεοσσοὶ πάντες Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.): Δὲ σοῦ δίνω στιˬά, τὶ μοῦ λάλησε ἡ κόττα μου τὰ πουλλιˬὰ κιˬ ἂ σοῦ δώκω, τὰ κακιˬώνει καὶ δὲ μοῦ τὰ ἀποβγαίνει (λάλησε…τὰ πουλλιˬὰ=ἤρχισε νὰ ἐκκολάπτῃ τοὺς νεοσσούς). 3)Διαγωνίζομαι Θρᾴκ.: Ἐλα ν’ἀποβγοῦμε ᾿ς τὸ τρέξιμο. Συνών. παραβγαίνω. 4) Ἀποδίδω τὸ ὀφειλόμενον ἢ ἄλλο τι ἰσότιμον, ἐξοφλῶ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Καὶ ἀμτβ. ἐπὶ ὀφειλομένου, ἀποδίδομαι, ἀνταποδίδομαι, ἐξοφλοῦμαι Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.): Ντὸ χρωστᾷς μὲ τ’ ἀτὰ ᾽κ᾿ ἀπεβγαίνουν (ἐκ τοῦ ’κὶ ἀπεβγαίνουν) Κερασ. ᾿Επεξῆβαν ντ’ ἐχρώστενα σε αὐτόθ. Τὸ χωράφι ἄν πουλοῦμε, τὸ χρέος ἀπεβγαίν’ Κοτύωρ. Μὲ τὰ λόγιˬα ’κ᾿ ἐπεβγαίν’ τὸ καλὸν ντ᾿ ἐποίκα σε (μὲ τὰ λόγια δὲν ἀνταποδίδεται τὸ καλὸ ποῦ σοῦ ἔκαμα) Χαλδ. Ντ’ ἐχτύπεσες με ἐπεξῆβεν (ἐξωφλήθη τὸ ὅτι μὲ ἐκτύπησες) Κερασ. Τὸ ξύλον ντ’ ἔφαγαμ’ ἐπεξέβεν (ἐξωφλήθη τὸ ξύλο ποῦ φάγαμε) Ἀργυρόπ. β) Ἐπὶ ὀφειλέτου ἢ δανειστοῦ, ἐξοφλοῦμαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Τραπ.): Θαρεῖς μ’ αὐτὰ ποῦ μοῦ ’δωκες ἀπόβγηκα; δὲν ἀποβγαίνω ’τσὰ ἐτσὰ Ἀπύρανθ. Ἐδῶκα σε τὰ παράδες κ’ ἐπεξέβα Τραπ. Ντός ἀτον ἕναν μααιρέαν κιˬ ἂς ἐπεβγαίν’ (μααιρέα=μαχαιρεˬὰ) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA