ἀτιμόσογο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτιμόσογο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτιμόσογο τό, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄτιμος καὶ τοῦ οὐσ. σόι.

Σημασιολογία

Ἄτιμον γένος, ἄτιμος οἰκογένεια. Συνών. παλα͜ιόσογο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/