ἀτίναχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτίναχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτίναχτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀτίναχτος Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἀτίναγους Στερελλ (Αἰτωλ.) ἀτίνιˬαγος Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) ἀτίναγος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. τιναχτός.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τιναχθείς, ὁ μὴ ξεσκονισθεὶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀτίναχτο χαλί Ἀτίναχτες κουβέρτες. Ἀτίναχτα κιλίμιˬα - σεντόνιˬα κττ. κοιν. Λώματα ἀτίναχτα (λώματα = ἐνδύματα) Χαλδ. β) Μεταφ. ὁ μήπω ἐκκενωθείς, ἐπὶ βαλαντίου Πόντ. (Κερασ.): Ἡφούντ’ ἀτ’ ἀκόμαν ἀτίναχτον ἔν’ (τὸ βαλάντιόν του εἰσέτι δὲν ἐξεκενώθη). 2) Ὁ μὴ σεισθεὶς ἢ ὁ μὴ ραβδισθεὶς διὰ νὰ πέσουν οἱ καρποί του ἢ ἡ ἐπὶ τῶν κλώνων του χιών, ἐπὶ δένδρου κοιν.: Ἀτίναχτη ἀμυγδαλεˬὰ - ἐλα͜ιὰ - καρυδεˬὰ κττ. κοιν. Εἶνι ἀτίναγατὰ κλαριˬὰ ἀπ᾿ τὰ χιˬόνιˬα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. *ἀνεπίδαρτος, ἀρράβδιστος 1. β) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν συνελέγησαν οἱ καρποὶ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Ἀτίναχτη συκεˬὰ πολλαχ. Ἀτίναχτον κεράσ’ (κερασεὰ) Χαλδ. Συνών. ἀμάζωτος 2. γ) Ὁ μὴ ξανθείς, ἐπὶ βάμβακος Ἀθῆν.: Μπαμπάκι ἀτίναχτο Συνών. ἀλανάριστος 1, ἀλάναρος, ἀξάγκλυστος 1, ἄξαντος, ἀστοίβαχτος 2, ἄσυρτος Α 3. 3) Ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἐρρίφθη Πόντ. (Κερασ.) - ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 168 ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 30: Ἀτίναχτος πέτρα Κερασ. Κρέμονται... οἱ κοκκινόβραχοι τοῦ γκρεμοῦ σὰν ἀτίναχτ’ ἀστροπελεκια Κκρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Ποιήμ. Κ’ ἦταν οἱ καιροὶ ποῦ ἀτίναχτο Μέγ’ ἀστροπελέκι ... κρέμονταν ἀπάνω ἀπὸ τὸν κόσμο ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA