ἀτλάζι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτλάζι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτλάζι τό, ἀτλάζιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀτλάζι κοιν. καὶ Πόντ. ἀτλάζ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ Χαλδ.) ἀτιλάζι Μύκ. Νάξ. Τσακων. ἀκλάζι Μύκ. ἀχλάζι Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. atlas.

Σημασιολογία

1) Μεταξωτὸν στιλπνὸν ὕφασμα, ὁλοσηρικὸν κοιν. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. : Πάπλωμα - φόρεμα φουστάνι ἀπὸ ἀτλάζι κοιν. || Παροιμ ‘Σ τ᾿ ἀτλάζι τρίχα δὲ χωρεῖ (ἐπὶ ἐκείνου τοῦ ὁποίου ἡ ἀρετὴ εἶναι καταφανής Συνών. παροιμ. καθαρὸς οὐρανὸς ἀστραπές δὲ φοβᾶται) Ἤπ. 2) Δερματικὸν νόσημα Δαρδαν. (Ὀφρύν.) Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/