ἄτοκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄτοκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄτοκα ἐπίρρ. σύνηθ. καὶ Ποντ (Σάντ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν ἐπίρρ. ἄτοκα.

Σημασιολογία

Ἀνευ τόκου ἔνθ᾽ ἀν.: Δανείζω ἄτοκα σύνηθ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Παπύρ. Αmherst 2, 47 στ. 2|5 «ἐδάνεισεν... πυροῦ ἀρτάβας δέκα δύο ἄτοκα». Συνών. ἀδιˬαφόρετα 2, ἀδιˬαφόρευτα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/