ἀτόκιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτόκιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτόκιστος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τοκιστὸς < τοκίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ τοκισθεὶς ἢ ὁ δοθεὶς εἰς δάνειον ἄνευ τόκου: Τα φυλάει τὰ λεφτα του ἀτόκιστα. Τοῦ ‘δωσε λεφτὰ ἀτόκιστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA