ἄτολμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄτολμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄτολμος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἄτολμο Τσακων. ἀνέτολμος ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 85.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄτολμος.

Σημασιολογία

Ὁ ἄνευ τόλμης, δειλὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἄτολμος ἄνθρωπος. Ἄτολμη ἀπάντησι σύνηθ. || Ποίημ. Καὶ σοῦ ἀγκαλεˬάζω τοῦ κορμιˬοῦ | τὰ ἀσύγκριτα τὰ κάλλη. μὲ τὴ θαμπὴ κιˬ ἀδύνατη | κιˬ ἀνέτολμη ματιˬά μου ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. φοβιτσιˬάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/