ἄτομο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄτομο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄτομο τὸ, λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄτομον.

Σημασιολογία

Πρόσωπον, ἄνθρωπος: Πόσα ἄτομα εἶστε; - Εἴμαστε πέντε ἄτομα. Σπίτι - τραπέζι γιὰ δέκα ἄτομα. Θὰ πληρώσῃ τόσα τὸ κάθε ἄτομο. Τὸ ἄτομό μου (ἐγώ). || Φρ. Δὲν ξέρεις τὶ ἄτομο εἶναι! (ἐπὶ ἀνθρώπου ὑπόπτου ποιοῦ). Βρὲ ἄτομο! (περιφρονητικῶς ἐπὶ οὐτιδανοῦ μεγαλαυχοῦντος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/