ἀτονιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτονιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτονιˬάζω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀτονία.

Σημασιολογία

Ἀδυνατῶ, ἐξασθενῶ, ἰσχαίνομαι: Ἐτόνιˬασεν ἡ-γ-ἀγελα͜ιά. Σύνων. ἀγγελιˬάζω, ἀδυναμιˬάζω, ἀδυναμίζω, ἀδυναμώνω, ἀδυνατεύω, ἀδυνατίζω, ἀτονιˬάρω, ἀχαμνένω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/