ἀτονῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτονῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτονῶ λόγ. σύνηθ. ἀτονάω Καλαβρ. (Μπόβ.) Κεφαλλ. ἀτουνάου Μακεδ. (Θεσσαλον.) ἀτονίζω Πελοπν. (Οἰν.) - Λεξ. Περιδ. Βυζ. Μπριγκ. ἀτουνίζου Στερελλ.(Αἰτωλ.) ἀιτονίζω Παξ. ἀτονίττζω Καλαβρ. (Μπόβ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀτονῶ.

Σημασιολογία

1) Πάσχω ἀτονίαν, ἀδυνατῶ, ἐξαντλοῦμαι σύνηθ.: Ἀτόνησε πολὺ ὁ ἄρρωστος. Σὲ βλέπω πολὺ ἀτονισμένο. Καὶ μειβ. καθιστῶ τινα ἀσθενῆ, ἐξαντλῶ σύνηθ.: Οἱ καταχρήσεις ἀτονίζουν τὸ σῶμα. 2) Λιποθυμῶ Μακεδ. (Θεσσαλον.) 3) Κοπιάζω πολὺ πρὸς ἐκτέλεσιν ἔργου τινὸς Παξ - Λεξ. Δημητρ.: Ἀιτόνησα ν᾿ ἀνεβῶ τὸ βουνό. Ἀτόνησα νὰ σὲ δῶ νά ’ρθῃς, γυˬιέ μου Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/