-άτορας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-άτορας
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
-άτορας κατάλ. Πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἀπεσπάσθη ἐκ τῶν εἰς -άτορας οὐσιαστικῶν, ἃ ἐκ τῶν ἀρχ. εἰς –άτωρ, οἷον: αὐτοκράτορας, κοσμοκράτορας, παντοκράτορας κττ., καθ’ἃ καὶ τὰ νεώτερα κλειδοκράτορας, στομοκράτορας.
Σημασιολογία
Δι᾽ αὐτῆς σχηματίζονται οὐσιαστικὰ ἐξ οὐσιαστικῶν ἣ ρημάτων ἢ ἐπιρρημάτων δηλοῦντα συνήθως ἀξίωμά τι ἢ τὸν δρῶντα, οἷον: ἄλογο - ἀλογάτορας, ἀναστάτης - ἀναστάτορας, ἀνέμη - ἀνεμάτορας, ἀποστολὴ - ἀποστολάτορας, μαγαζὶ - μαγαζάτορας, νοίκι - νοικάτορας, παιγνίδι - παιγνιδιˬάτορας͵ ἀρμέγω - ἀρμεγάτορας, βαθεˬὰ - βαθεˬάτορας, βλέπω - βλεπάτορας κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA