ἀτουμπάνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτουμπάνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτουμπάνιστος ἐπίθ. Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἐν καὶ τοῦ ἐπιθ. *τουμπανιστὸς < τουμπανίζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος εἰς τοῦ ὁποίου τὸν γάμον δὲν ἐπαίχθησαν τύμπανα, περιφρονητικῶς: Μωρ’ ἀσουραύλιστη κι ἀτουμπάνιστη, ἐμένα μὲ σουραυλίσανε καὶ μὲ τουμπανίσανε! Πβ. ἀτουμπάνιˬαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA