ἀτόφυˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτόφυˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτόφυˬος ἐπίθ. αὐτόφυˬος Κάρπ. αὐτόχθυˬος Κάρπ. αὐτόχυˬος Κάρπ. ἀτόφυˬος σύνηθ. ἀτόφυˬους βόρ. ἰδιώμ. ἀτόφχυˬους Μακεδ (Μελέν.) ἀτόφκυˬους Μακεδ. (Βελβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. αὐτόφυˬος, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ.αὐτοφυής.

Σημασιολογία

1) Φυσικός, γνήσιος, πραγματικὸς σύνηθ.: Ἀτόφυˬο ἀσήμι - μάλαμα - χρυσάφι κττ. Ἀτόφυˬος Βούργαρος. Ξυπνάδα ἀτόφυˬα. || Φρ. Διˬάβολος ἀτόφυˬος (ἐπὶ ἀνθρώπου πανουργοτάτου). β) Πληθ. ἀτόφυˬα οὐσ., ἐγχάρακτοι παραστάσεις εἰς τὰς ράβδους τῶν ποιμένων καὶ τὰς ρόκας τῶν γυναικῶν Ἤπ. 2) Ὁ ἴδιος, αὐτὸς οὗτος πολλαχ Ὁ δεῖνα εἶναι ἀτόφυˬος πατέρας (ὁ ἴδιος πατήρ του, ὁμοιότατος μὲ αὐτόν). Ἡ δεῖνα εἶναι ἀτόφυˬα μητέρα. Εἶναι ἀτόφυˬος ὁ πατέρας του. Εἶναι ἀτόφυˬα ἡ μάννα της. Συνών ἀπαράλλαχτος, ὅμοιος. β) Ὁ μὴ ὑποστὰς οὐδεμίαν μεταβολήν, ἀναλλοίωτος, ὄπως ἦτο καὶ πρὶν πολλαχ.: Σταφίδα ἀτόφυˬα. Ἀτόφυˬο τὸν βγάλανε (ἐπὶ νεκροῦ μὴ διαλυθέντος). Βγάλαν τὰ τσαρούχια τοῦ πεθαμένου ἀπ’ τὸν τἀφο κ’ ἦταν ἀτόφυα. Ἀτόφυο τὸν βγάλανε (ἐπὶ νεκροῦ μὴ διαλύ θέντος). Βγάλαν τὰ τσαρούχιˬα τοῦ πεθαμένου ἀπ᾿ τὸν τάφο κ’ ἦταν ἀτόφυˬα πολλαχ. Ἦρθι ἀτόφυˬους Μακεδ. (Σέρρ.) || Φρ. Πῆγες κ’ ἦρθες ἀτόφυˬος (μὲ κενὰς τὰς χεῖρας, ἄπρακτος) Πελοπν. (Λακων.) 3) Ὁλόκληρος, ἀκέραιος σύνηθ.: Μὴν κόψῃς τὸ ψωμί, δῶσε μού το ἀτόφυˬο. Τὸ μέσα τοῦ καρυδιˬοῦ βγαίνει ἀτόφυˬο. Κολῶνα ἀτόφυˬα. Ὁ στῦλος εἶναι ἀπὸ ἀτόφυˬο μάρμαρο σύνηθ. Πόρτα ἀπ᾿ ἀτόφυˬο ξύλο Προπ. (Ἀρτάκ.) Κατάρτιˬα ἀτόφυˬα μπρούτζινα ΑΚαρκαβίτσ. Λογ. Πλώρ. 48. β) Ὁ μὴ διῃρημένος εἰς ἀνώγαιον καὶ κατώγαιον, ἐπὶ οἰκοδομῆς Ἤπ. (Δρόβιαν.) 4) Στερεός, ἐρριζωμένος Καρπ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) - Λεξ. Περίδ.: Ἀτόφυˬα πέτρα Βούρβουρ. Συνών. ριζιμαιˬός. 5) Ἄκαμπτος πολλαχ.: Περπατάει ἀτόφυˬος Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) | | Φρ. Ἔπισιν ἀπάν’ μ᾿ ἀτόφυˬους (ἀκάμπτως, ἀλυγίστως) Μακεδ. (Ζουπάν.) Ἔρχιτι κατ᾽ ἀπάν’ μ᾽ ἀτόφυˬους Στερελλ. (Ἀρτοτ.) Συνών. μονοκόμματος. 6) Πολύσαρκος, παχὺς Ἤπ. (Ζαγόρ.) 7) Μεταφ. εὐθύς, εἰλικρινὴς Λεξ. Δημητρ.: Εἶναι ἀτόφυˬος ἄνθρωπος. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀτόφυˬους Σταυρὸς καὶ ὧς τοπων. Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/