ἀτράνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτράνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτρανευτος ἐπίθ. Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω, Δημητρ. ἀτρανιφτους Μακεδ. (Κοζ. Νάουσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-καὶ τοῦ ἐπιθ. *τρανευτὸς<τρανεύω.
Σημασιολογία
Ἀτράνευτος, ὅ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἀτράνευτο δέντρο - μοσκάρι Σπαρτὸ κττ. Λεξ. Δημητρ. Ἀτράνευτο παιδὶ Λεξ. Πρω. Ἀτράνιφτου κουρίτσ’ Νάουσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA