ἀτραπέζωτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτραπέζωτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀτραπέζωτα ἐπίρρ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀτραπέζωτος.

Σημασιολογία

Χωρὶς νὰ ἔχῃ τις τακτοποιήσει τὴν τράπεζαν πολλαχ.: ᾿Ἔχω ἀκόμα ἀτραπἑζωτα. Ἀντίθ. τραπεζωμένα (ἰδ. τραπεζώνω.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/