ἄτριφτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄτριφτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄτριφτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἄτριφτους βόρ. ἰδιώμ. ἄτριχτος Ἄνδρ. ἄτρι-βος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὰρχ. ἐπιθ. ἄτριπτος. Τὸ ἄτριβος καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐπιτριβείς, ὁ μὴ ὑποστὰς ἐντριβὴν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἄτριφτο κορμὶ-πόδι-χέρι κττ. κοιν. β) Ὁ μὴ καθαρισθεὶς καὶ στιλβωθεὶς διὰ τριβῆς, ἐπὶ μεταλλίνων σκευῶν κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἄτριφτα ἀσημικὰ- χαλκώματα κττ. Καραβάνα Ἄτριφτη. Καζάνι ἄτριφτο. Τεντζερέδες ἄτριφτοι κοιν. Τὰ κεύ ἐπέμ’ναν ἄτριφτα Χαλδ. γ) Ὁ μὴ ἐκκοκισθεὶς διὰ τριβῆς Πόντ. (Ὄφ.): Ἄτριβο ἔν’ τὸ τσουπάδ’ (τσουπάδ’=ἀραβόσιτος). δ) Ὁ μὴ φθαρεὶς διὰ τῆς τριβῆς, καινουργὴς σύνηθ.: Ἄτριφτο πανταλόνι-σακκάκι-φόρεμα κττ. ε) Ὁ μὴ πεπατημένος, ἐπὶ ὁδοῦ Ἤπ. Πβ. τὸ μεταγν. Ὄπιαν. Ἁλιευτ. 4,68 «κέλευθοι ἄτριπτοι». ς) Μεταφ. ὁ στερούμενος πείρας, ἄπειρος Λεξ. Βυζ. Συνών. ἀσυνήθιστος 1. 2) Ὁ μὴ συντριβείς, ὁ μὴ κοπανισθεὶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ.): Ἄτριφτος καφὲς. Ἄτριφτη ζάχαρι-καννέλλα κττ. Ἄτριφτο ἁλάτι – πιπέρι κττ. κοιν. Ἄτριφτο δόλωμα Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/