ἄτροφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄτροφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄτροφος ἐπίθ. Κύπρ. Πελοπν (Καλάβρυτ.) κ. ἀ. – ΚFοy Lauts. griech. Vulgarspr. 101.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄτροφος.

Σημασιολογία

1) Ἀτροφικός, λιπόσαρπος, ἰσχνὸς Κύπρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. - KFoy ἔνθ’ ἀν.: Ἔν’ τέλεια ἄτροφος Κύπρ. Ἄτροφες κουέλ - λες (προβατῖνες) αὐτόθ. Συνών. ἀδύνατος 1 β, ἄθρεφτος 2, ἀπάστωτος 2, ἀπάχετος, ἄπαχος 1, ἀτοιγγανερός, Ἀτσίγγανος͵ λιγνός. 2) Ὁ μὴ ἐγχυμονῶν, στεῖρος, ἄγονος Κύπρ.: Γεναῖκα ἄτροφη. Οἱ αἶγες ἐμεῖναν ἄτροφες, γιατὶ ’ἒν ηὗραν τραούλ-λους νὰ βατευτοῦν. Ἔκοψα τὰ ἄτροφα τ’ ἐχώρισά τα ‘ποὺ τὲς ἀγγαστρωμένες. Ἀντίθ. Γγαστρωμένος (ἰδ. γγαστρώνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/