ἀτρύγητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτρύγητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτρύγητος ἐπίθ. χοιν. ἀτρύ᾿τους βόρ. ἰδιώμ. ἀτρύητος Ρόδ. ἀτρύγιγος Λεξ. Δημητρ. ἀτρύ᾽γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀτρύγιστος Λεξ. Δημητρ. ἀτρύβιστος Χίος (Πυργ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀτρύγητος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τρυγηθεὶς ἐπὶ ἀμπέλου, σταφυλῶν, κυψέλης πττ. χοιν.: Ἀμπέλι ἀτρύγητο. Σταφύλιˬα ἀτρύγητα ποιν. Ἀτρύητη μέλισσα Ροδ || ᾎσμ. Γυρεύει ἀμπέλιˬα ἀτρύγητα, χωράφιˬα μὲ τὰ στάχυˬα Πελοπν. (Λάστ.) 2) Μεταφ. ὁ μὴ ὑποστὰς χρηματικὴν ἀφαίμαξιν ὑπὸ φίλων ἢ ἄλλων ἐπιτηδείων πρὸς τοῦτο σύνηθ.: Αὐτὸς δὲν ἀφίνει κἀνένα φίλο του ἀτρύγητο σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA