ἀτρύπωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτρύπωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτρύπωτος ἐπίθ. κοιν. ἀτρούπωτος Πόντ. (Ἀργυρόπ.) ἀτρόπωτος Κρήτ. Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τρυπωτὸς < τρυπώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ τρυπωθείς, ὁ μὴ ραφεὶς προσωρινῶς δι’ ἀραιᾶς ραφῆς, ἐπὶ ραπτομένου ἐνδύματος κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Τραπ.): Ἀτρύπωτο πανταλόνι – σακκάκι – φόρεμα – φουστάνι κττ. Ἀτρύπωτη ρόμπα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA