ἀτσαλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀτσαλα ἐπίρρ. κοιν. ἄτζαλα Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ ἄτσαλος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

1) Ἀκαταστάτως, ἀτάκτως, ἀρρύθμως, κακῶς ἔνθ’ἀν.: Βιβλία - ἔπιπλα βαλμένα ἄτσαλα. Σπίτι στρωμένο ἄτσαλα. Δουλεύει - περπατεῖ - τρώει ἄτσαλα κοιν. Ἄτζαλα εὐτάς τὴ δουλεία σ᾽ Κοτύωρ. Ἄτζαλα ἀτράνυναν (ἐμεγάλωσαν) Πόντ. 2) Ἀκαλαισθήτως κοιν.: Ντύνομαι ἄτσαλα. β) Ἀδεξίως πολλαχ.: Φέρνομαι ἄτσαλα. Συνών. ἀδέξιˬα 2, ἀντίθ. ἐπιδέξιˬα. 3) Ἀναιδῶς, ἀνηθίκως πολλαχ.: Τῆς μίλησε ἄτσαλα. 4) Εἰς κακὴν κατάστασιν, κακῶς Θρᾴκ.: Ἄτσαλα εἶναι (ἐπὶ ἀσθενοῦς). 5) Ἀσώτως, ἀφειδῶς Πόντ. (Σάντ. Τραπ.): Ἄτζαλα κλώσκεται (ἀφειδῶς ἐξοδεύει) Σάντ. 6) Ἰσχυρῶς ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 107: Ἄτσαλα μὲ βάρεσες. Συνών. δυνατά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/