ἀτσαλένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσαλένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσαλένιˬος ἐπίθ. σύνηθ. ἀτσαλένιˬους βόρ. ἰδιώμ. ἀτσαλ-λένιˬος Μεγίστ. ἀρσαλένιˬος Κύπρ. ἀτσαλ-λένος Σύμ. ἀτσαλ-λdένος Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀτσάλι καὶ τῆς καταλ. -ένιˬος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐκ χάλυβος κατεσκευασμένος, χαλύβδινος ἔνθ’ἀν.: Ἀτσαλένιˬο μαχαίρι-τσεκούρι κττ. Ἀξίνα - λαμαρῖνα ἀτσαλένιˬα σύνηθ. ᾌσμ. Βάνει κατάρθιˬα δρούτζινα κιˬ ἀdέννες ἀτσαλένιˬες Κρήτ. Ἄdε νὰ πά’ παλέψωμε ᾿ς τοῦ βασιλεˬᾶ τ᾿ ἁλώνι, ἀποῦ ’χει πάτους σιdεροὺς καί γύρους ἀτσαλένιˬους αὐτόθ. Ἐν σὲ φοοῦμαι, κύρ βορεˬά, ὅσον τ’ ἂν θέλῃς φύσα, ἔχω καράβιν προύντζενον, κατάρκιˬα ἀρσαλένιˬα Κύπρ. Συνών. ἀτσάλινος. β) Μεταφ ὁ ἰσχυρᾶς ἀντοχῆς, δυνατός, στερεὸς σύνηθ.: Ἄνθρωπος ἀτσαλένιˬος. Γυναῖκα ἀτσαλένιˬα. Κρᾶσι - ὑγεία ἀτσαλένιˬα. Μπράτσα - νεῦρα ἀτσαλένιˬα σύνηθ. || Γνωμ. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ’ναι ἢ ἀτσαλένιˬος ἢ ἀσημένιˬος (ἢ πολὺ ὑγιὴς ἢ πολὺ πλούσιος) Σῦρ. ᾎσμ. Πο͜ιὸς ἔχει bράτσα σίδερα καὶ πόδιˬα ἀτσαλένιˬα; Κρήτ. Ἀστήθη μάρμαρο, καρδιˬὰ ἀτσαλένιˬα Πελοπν. (Λογγ.) 2) Ὁ δυσκόλως θραυόμενος, σκληρὸς ἐπὶ ἀμυγδάλου Σύμ. 3) Θηλ. οὺσ., ποικιλία ἀμυγδαλῆς παραγούσης καρποὺς μὲ πολὺ σκληρὸν κέλυφος Σύμ. Συνών. πετραμυγδαλεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA