ἀτσάλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσάλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀτσάλι τό, ἀτσάλιν Λυκ (Λιβύσσ.) ἀτσάλι κοιν. ἀτσάλε Κρήτ. ἀτσάρι Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀτσάλ - λdι Ρόδ. ἀρτσάλιν Κύπρ. ἀρσάλιν Κύπρ. ἆσ-σάλι Κάσ. ἀτσάρο Καλαβρ (Μπόβ.) ‘τσάλι Πελοπν (Λάκων) κ.ἀ
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βενετ azzal. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) Τὸ μέταλλον χάλυψ κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.): Μαχαίρι - τσεκούρι - ὑνὶ - ψαλίδι ἀπὸ ἀτσάλι κοιν. Ἀτσάλι τῆς βρἀσις ἢ Τούρκικο (τὸ κατωτέρας ποιότητος) πολλαχ. || Φρ. Γιˬερὸς σὰν ἀτσάλι (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ἰσχυρὸν ὀργανισμὸν) κοιν. Θὰ φάῃ ἡ μυῖγα σίδερο καὶ τὸ κουνούπι ἀτσάλι (ἐπὶ ἐπικειμένων μεγάλων γεγονότων, οἷον: ἂν γίνῃ πόλεμος, θὰ φάῃ ἡ μυῖγα σίδερο καὶ τὸ κουνούπι ἀτσάλι, θὰ κάμωμε μιˬὰ διασκέδασι ποῦ θὰ φάῃ ἡ μυῖγα σίδερο καὶ τὸ κουνούπι ἀτσάλι κττ.) πολλαχ || Παροιμ ‘Σ τ’ ἀτσάλι τρίχα δὲν κολλάει (ὅτι συκοφαντία κατὰ ὁμολογουμένως χρηστοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι πιστευτὴ) Ζάκ. || ᾎσμ. ...Φέρ᾿ μου χίλιˬες ὀκάδες σίερον, χίλιˬες λίτρες ἀρσάλιν ταὶ νὰ σοῦ κάμω ᾿ναν ραβτὶν τοὺς πρωτινοὺς ἀνθρώπους Κύπρ. Συνών. ἀτσαλοσίδερο. β) Φρ. μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ἰσχυρᾶς κράσεως, μεγάλης δυνάμεως ἢ ἀντοχῆς κττ. κοιν.: Αὐτὸς εἶναι ἀτσάλι, οὔτε κρύο οὔτε ζέστη λογαριάζει κοιν. Ἀτσάλε εἶν᾽ τὰ χέριˬα του κιˬ ἀνὲ σὲ σφίξῃ, θὰ σὲ λε͜ιώσῃ Κρήτ. Ἀτσάλι βαμμένο (ἐπὶ ὑγιεστάτου ἀνθρώπου) Κεφαλλ. || Ἐπὶ τοῦ σκληροῦ καὶ δυσεργάστου Σύμ.: Πέτρα ἀτσάλι. Τόπος ἀτσάλι. || Ἐπὶ τοῦ ἀκινήτου Κέρκ.: Φεύγει κἀμμιˬὰ βολὰ τὸ δαρτόξυλο μὲ τὴ δύναμι τὴ μεγάλη κιˬ ἂν πετύχῃ κἀνένα, τὸν ἀφίνει ἀτσάλι 'ς τὸν τόπο. 2) Συνεκδ. τὸ κατ’ ἐξοχὴν χαλύβδινον ὄργανον α) Ἡ σφῦρα τοῦ παλαιοῦ πυροβόλου ὅπλου εἰς τὸ ὁποῖον ὁ σπινθὴρ παρήγετο διὰ κρούσεως αὐτῆς ἐπὶ τοῦ πυρίτου λίθου Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν. Λακων Λάστ. Μεσσ.): Φρ. ’Σ τ᾽ ἀτσάλι ἢ ’ς τ’ ἀτσάλιˬα στέκω ἢ εἶμαι ’ς τ’ ἀτσάλι (εἶμαι ἕτοιμος νὰ πυροβολήσω καὶ μεταφ. εἶμαι πρόθυμος). Γειτόνισσα μαλώνει κ’ ἐγὼ ’ς τ’ ἀτσάλι στέκω (ἐπὶ τῶν φιλερίδων) Δημητσάν. Παροιμ. φρ. Μή, γιˬατὶ χαλοῦν τ᾿ ἀτσάλιˬα σου! (εἰρων. πρὸς ἄνθρωπον ὅστις ἀπειλεῖ, ἀλλὰ δὲν τολμᾷ νὰ προβῇ εἰς ἔργα, ἀπὸ τῆς κυρίας σημασίας, μὴ πυροβολήσῃς διὰ νὰ μὴ χαλάσουν τὰ ἀτσάλια τοῦ ὅπλου σου!)Λακων. Συνών. ἀτσαλὶ 1. β) Τὸ πυροβόλον ὅπλον Σίφν. Ἡ λ. καὶ παρὰ Φωσκόλ Φορτουν πρᾶξ. 3, 7 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «δυὸ μουσκετόνια, δυὸ ἀτζάλια». γ) Χαλύβδινον ἔλασμα τὸ ὁποῖον κρουόμενον ἐπὶ πυρίτου λίθου παράγει σπινθῆρα πολλαχ. Συνών. τσακμάκι. δ) Μικρὰ χαλυβδίνη ράβδος ἐπὶ τῆς ὁποίας ἀκονίζουν προχείρως μαχαίρια κττ. Κέρκ. ε) Χαλυβδίνη γραφὶς Ἤπ. 3) Καρφίον Στερελλ. (Αἰτωλ.): Φρ. Κόβου ἀτσάλιˬα (ριγῶ, κρυώνω πολύ. Συνών. φρ. κόβω Καρφιά). 4) Κασσίτερος Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA