ἀτσαλιˬάρικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσαλιˬάρικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσαλιˬάρικος ἐπίθ. Σύμ. ἀτσαλιˬάρ’κους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀτσαλιάριˬκο οὐδ. τοῦ ἐπιθ. ἀτσαλιˬάρις.
Σημασιολογία
1) Ρυπαρός, ἀκάθαρτος Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. ἀκάθαρτος Α1, ἄτσαλος 4, ἀτσιγγάνικος 2, Ἀτσίγγανος 3, βρομιˬάρις, βρόμικος. 2) Ἐπὶ σιτηρῶν, ὁ άναμεμιγμένος μετ’ ἀπορριμμάτων, ἀκαθάριστος Σύμ.: Κλιθάριν – σ’τάριν ἀτσαλιˬάρικο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA