ἀτσαλοτρώγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαλοτρώγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτσαλοτρώγω Κωνπλ. ’τσαλοτρώγω Κάλυμν. ἀτσαλοτρώω Θήρ. ἀτσαλουτρώου Σαμ. ἀτσαλ-λοτρώω Σύμ. ’τσαλ-λοτρώω Σύμ. ἀτσαλ-λdοτρώω Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄτσαλος καὶ τοῦ ρ. τρώγω.

Σημασιολογία

Ἐσθίω κακὰς τροφάς, τρώγω ὅ,τι τύχῃ, ἰδίᾳ ἐπὶ ἀσθενοῦς ἔνθ’ἀν.: Ἀτσαλοτρώει, γιˬὰ τοῦτο δὲ θὰ γίνῃ ποτέdου καλὰ Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/