ἀτσαλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτσαλώνω (Ι) πολλαχ. Μέσ. ἀτσαλώνομαι Μύκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀτσάλι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Στομώνω διὰ χάλυβος σιδηροῦν τι ἐργαλεῖον, οἷον πέλεκυν, σκαπάνην, μάχαιραν κττ.: Ἀτσαλώνω τὸ μαχαίρι – τὸ τσεκούρι κττ. Συνών. ἀτσαλίζω 1. β) Μεταφ. κάμνω τι ἰσχυρόν, ἄκαμπτον σύνηθ.: Ἀτσαλώνω τὴν καρδιὰ (ἐμπνέομαι ἀπὸ γενναιότητα καὶ τόλμην) σύνηθ. Ἡ δυνατὴ καὶ καλόχυμη ρίζα ἄρχισε πάλε νὰ παίρνῃ ἀπάνω της, ἡ σκλαβιˬὰ τοὺς ἀτσάλωνε ΑΚαρκαβίτσ. Ἀρχαιολόγ. 9. Μετοχ. ἀτσαλωμένος = ἰσχυρός, ἄρρηκτος, ὀξὺς κυριολ. καὶ μεταφ. 2) Μέσ. διατελῶν ὑπὸ δίαιταν τρώγω ἐπιβλαβεῖς τροφὰς Μύκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/