ἀτσαλωσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσαλωσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀτσαλωσύνη ἡ, Παξ. Πελοπν. (Κορινθ.) Πόντ. (Οἰν.) Ρόδ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἔκ τοῦ ἐπιθ. ἄτσαλος.
Σημασιολογία
1) Ἀκαταστασία Πελοπν (Κορινθ.). Σ Ἡ ἀτσαλωσύνη του δὲν ἔχει ὅρια. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀτσαλιˬὰ 1. 2 ) Ἀκοσμία, αὐθάδεια Παξ. Ρόδ. Συνών. ἀτσαλιˬὰ 2. 3) Ἀταξία, ζωηρότης, παιδαριωδία Πόντ. (Οἰν.) 4) Ἀκαθαρσία, ρυπαρότης Ρόδ. Συνων ἀτσαλιˬὰ 7.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA