ἀτσάραντος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσάραντος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀτσάραντος ὁ, Πελοπν. (᾿Ολυμπ. Χατζ.) ἀτσάραdος Ζάκ. Θήρ. Λευκ Κεφαλλ. Νάξ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου Παρὰ Σομ. Τύπ. ἀσάραντος Πβ. Κορ. Ἄτ. 4, 682.
Σημασιολογία
Εἶδος πτηνοῦ ἐκ τῶν ᾠδικωτέρων, ὁ χλωρίων ἔνθ᾽ ἀν.: Καλύτερα λαλεῖ ὁ ἀτσάραdός μου ἀπὸ τὸ δικό σου καναρίνι Λευκ. || ᾎσμ. Ἀτσάραdος κιˬ ἀμάραdος, φίστος καὶ ρεκουνέλλι ἐπαρακελαηˬδήσανε μ᾿ ἕνα παλα͜ιὸ σγαρδέλλι Νάξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA