ἀτσαχάλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαχάλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσαχάλευτος ἐπίθ. Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσαχαλευτὸς < *τσαχαλεύω.

Σημασιολογία

Μόνον εἰς τὴν φρ. τρέβα ἀτσαχάλευτη *παῦσις ἐχθροπραξιῶν μεταξὺ άντιμαχομένων οἰκογενειῶν, καθ’ ἣν δὲν ἐπιτρέπεται οὐδ᾿ ἐλαχίστη ἀπόπειρα παραβάσεως τῶν ὑπὸ τῆς δημογεροντίας ἐπιταχθέντων. Ἰδ. ΔΖαφειρακόπ. ἐν Λαογρ 4 (1912) 393 κἑξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/