ἀτσεκούρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσεκούρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσεκούρωτος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσεκουρωτὸς < τσεκουρώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ πληγεὶς διὰ πελέκεως. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ὑποστὰς μεγάλην τιμωρίαν: Δὲν τό ’λπιζα νὰ μείνω ἀτσεκούρωτος γιˬὰ τὴ ζημιˬὰ ποῦ ᾽κανα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA