ἀτσιγαρία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσιγαρία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀτσιγαρία ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀτσίγαρος.

Σημασιολογία

Ἔλλειψις τσιγάρου ἰδίᾳ ὡς ἀποτέλεσμα ἐλλείψεως τῶν ἀναγκαίων χρημάτων : Ἔσκασα ἀπὸ τὴν ἀτσιγαρία. Ἔχω ἀτσιγαρία ποῦ δὲ λέγεται.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/