ἀτσιγγανάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσιγγανάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀτσιγγανάκι τὸ, κοιν. ἀτσιgανάκι πολλαχ. ἀτζιgανάκι Κρήτ. τσιγγανάκι σύνηθ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ὀν. Ἀτσίγγανος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μικρὸς τὴν ἡλικίαν Ἀτσίγγανος: Σὰν ἀτσιγγανάκιˬα εἶναι τὰ παιδιˬά της κοιν. || ᾎσμ. Ἀτσίγγανος τοῦ ’πάντηξε, μικρὸν ἀτσιγγανάκι Κάρπ. 2) Τὸ εὐτελὲς λάχανον βλίτον Ρόδ. Συνών. βλίτο. 3) Πληθ., εἶδος μαύρων σύκων Σίφν. 4) Μικρὸς κλάδος, κλαδίσκος Πελοπν. (Σουδεν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA