ἀτσιγγαναρε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσιγγαναρε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτσιγγαναρε͜ιὸ τό, πολλαχ. ἀτσιgαναρε͜ιὸ Θήρ. Κρήτ. Σύμ. ἀτσ’gαναρε͜ιὸ Κυδων. ἀτζιgαναρε͜ιὸ Κρήτ. τσιγγαναρε͜ιὸ πολλαχ. ἀζ’gαναρε͜ιὸ Τῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. Ἀτσίγγανος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -αρε͜ιό. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Τὸ ἐργαστήριον τοῦ Ἀτσιγγάνου καὶ καθόλου τὸ σιδηρουργεῖον ἔνθ’.ἀν.: Παροιμ. Ὅπο͜ιος δὲ θέλει ν’ ἀκούσῃ τὸ τούμπου τούμπου ’ς τ’ ἀτσιγγαναρε͜ιὰ δὲν πάει Λεξ. Δημητρ. || Μεταφ. ἐπὶ ἀτάκτου καταστάσεως σκευῶν καὶ ἐπίπλων καὶ καθόλου ἀκαταστασίας ἣ καὶ ἀκαθαρσίας πολλαχ.: Ἀτσιγγαναρε͜ιὸ ἔγινε τὸ σπίτι μας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/