ἀτσιγγανεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσιγγανεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτσιγγανεύω ἀμάρτ. ἀτσιγγανεύγω Σύμ. ἀτζιgανεύω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀτσίγγανος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἀσκῶ τὴν τέχνην τοῦ Ἀτσιγγάνου, εἶμαι σιδηρουργὸς Σύμ. 2) Φαίνομαι γλίσχρος. φιλαργυρεύομαι, φειδωλεύομαι πέρα τοῦ δέοντος Κρήτ.: Ἀτσιgανεύγεται καὶ γιˬὰ ᾽κε͜ιονά ᾿καμε λεφτά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/