ἀτσιγγανιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσιγγανιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀτσιγγανιˬὰ ἡ, πολλαχ. ἀτσιgανιˬὰ Κρήτ. (Σητ.) ἀτζιgανιˬὰ Κρήτ. ’τσιγγανιˬὰ πολλαχ. ’τσικανιˬὰ Τῆν. ’τσιγγενιˬὰ Ἤπ. ’τιγγινιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. Ἀτσίγγανος.
Σημασιολογία
1 ) Ἡ τοῦ Ἀτσιγγάνου δυσοσμία Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Τῆν ᾎσμ. ’Σ τῆς Ἀτσιγγάνας τὴν αὐλὴ | δεντρολίβανος ἀθ-θεῖ, μ᾿ ἂν ἀθ-θῇ κιˬ ἂν δὲν ἀθ-θῇ, πάλ’ ἀτσιγγανιˬὲς βρομεῖ. 2) Ἀκαθαρσία, ρυπαρότης Κρήτ. κ.ἀ.: Ἀμέτε νἀ πλυθῆτε νὰ μὴ θωρῶ τὴν ἀτζιgανιˬά σας. 3) Γλισχρότης, φειδωλία, φιλαργυρία πολλαχ.: Ἤφαε dονε ἡ--ἀτσιgανιˬά dου Κρήτ Μούτε δεκάρα δὲ δίδει ἀποὺ τὴν ἀτσιgανιˬά dου αὐτοθ. Ἀπὸ τὴν ’τσιγγενεˬά του δὲν πῆρε γιˬατρὸ κ’ ἔχασε τὸ παιδί του Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA