ἀτσιγγανίστικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσιγγανίστικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσιγγανίστικος ἐπίθ. Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. Ἀτσίγγανος καὶ τῆς καταλ. - ίστικος.
Σημασιολογία
Εἶδος σύκων: Ἀτσιγγανίστικα σῦκα. Συνών. ἀτσιγγανᾶτος, ὃ ἰδ. ἀτσιγγανίτσα ἡ, Ἰων. (Κρήν.) Ὑποκορ. τοῦ ὀν. Ἀτσίγγανος διὰ τῆς καταλ. – ίτσα. Πτηνὸν ὀλίγον μικρότερον τοῦ κορυδαλλοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA