ἀποβέγγερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβέγγερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποβέγγερο τό, Ἰων. (Σμύρν.) Πάρ. -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βεγγέρα.
Σημασιολογία
1) Ἡ πέραν τῆς κανονικῆς ὥρας παράτασις βραδινῆς συγκεντρώσεως Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. 2) Βραδινὴ φιλικὴ ἢ οἰκογενειακὴ συγκέντρωσις Ἰων. (Σμύρν.) Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA