ἀποβενετώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβενετώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβενετώνω ἀμαρτ ’ποβενετών-νω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βενετώνω.
Σημασιολογία
Γίνομαι κυανοῦς ὑπὸ ψύχους ἢ ἄλγους: Ἐποβενέτωσεν ’ποῦ τὴν κρυάδα καὶ ’ποὺ τοὺς πόνους. Ἔμεινεν ᾿ποβενετωμένον τὸ μικρὸν ’ποῦ τὸ κλάμαν. Συνών. μελανιˬάζω, μπλαβίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA