ἀποβλακώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβλακώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβλακώνω σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. βλᾶκας.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τινα βλᾶκα: Τὸν ἀποβλάκωσε ἡ φτώχε͜ια-ἡ ἀνέχε͜ια. Ὁ δεῖνα ἀποβλακώθηκε ὁλότελα ἀπὸ τοὶς καταχρήσεις. Κάθεται σὰν ἀποβλακωμένος καὶ μὲ κοιτάζει σύνηθ. || Ποίημ. Μὰ σὺ ’ς τὸ νοῦ σου τά ’βαλες, γυναῖκα μου, νὰ μὲ ἀποβλακώσῃς σώνει καὶ καλὰ ΓΣουρῆ Ἅπαντ. 1,38
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA