ἀποβόρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβόρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποβόρι τό, σύνηθ. ἀπόβορο Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. βορεˬάς. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἀναβόρι.
Σημασιολογία
Ὁ ἐλαφρὸς βόρειος ἄνεμος ὁ ἐπιπνέων μετὰ τὴν παῦσιν σφοδροῦ τοιούτου σύνηθ.: Φυσᾷ ἕνα εὐχάριστο καὶ δροσερὸ ἀποβόρι. Μὲ τ’ ἀποβόρι ἔχομε δροσιˬά. Εἶναι καλὸς καιρὸς γιˬὰ ταξίδι, ἀποβόρι! Πᾶμε νὰ ψαρέψουμε τώρᾳ ποῦ ’ναι ἀποβόρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA