ἀποβουβαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβουβαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβουβαίνω πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βουβαίνω.
Σημασιολογία
Κάμνω τινὰ νὰ βουβαθῇ, νὰ χάσῃ τὴν ὁμιλίαν του καὶ μεταφ. κάμνω τινὰ νὰ μείνῃ ἐνεός, ἐμβρόντητος, καταπλήττω τινά: Μόλις τ᾽ ἄκουσε, ἀποβουβάθηκε! (ἔμεινεν ἐμβρόντητος) πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA