ἀποβουλ-λωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβουλ-λωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποβουλ-λωτὸς ἐπίθ. Κάρπ. ἀποουλ-λωτὸς Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποβουλλώνω.

Σημασιολογία

Ὁ οἰονεὶ βουλλωμένος, ὑπερπλήρης, ἐπὶ κυψελῶν καταμέστων μέλιτος: Τὸ σμηνάρι εἶν᾿ άποουλ-λωτὸ (σμηνάρι=κυψέλη).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/