ἀποβουτυρίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβουτυρίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποβουτυρίδι τό, ἀμάρτ. ἀπουβ’τυρίδ’ Λῆμν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. *ἀποβουτυρίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι , περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 18 (1916/7) 168 κἑξ. ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 46 (1933) 359.

Σημασιολογία

Μεῖγμα τυροῦ καὶ ἀλατος τὸ ὁποῖον μένει ὅταν κτυπηθῇ ἡ μυζήθρα διὰ νὰ ἐξαχθῇ βούτυρον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/