ἀποβράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβράζω Θεσσ. (Ζαγορ.) Κύθηρ. Πόντ (Κερασ. Σάντ. Τραπ.) Χίος -Λεξ. Περίδ. Αἰν ΜἘγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ’ποβράσσου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποβράζω.
Σημασιολογία
Συμπληρῶ τὸν βρασμόν τινος Θεσσ. (Ζαγορ.) Χίος -Λεξ. Αἰν. Μ.’Εγκυκλ. ᾿Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Ἀποβράζω τὸ νερὸ Λεξ. Πρω. Δὲν τ’ ἀπόβρασες τὸ κρέας αὐτόθ. Καὶ ἀμτβ. παύω νὰ βράζω Εὔβ. (Αὐλωνάρ) Κύθηρ. Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.) -Λεξ. Περιδ. Μ Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Ἀπόβρασε τὸ κρασὶ (ἔπαυσε ὁ βρασμὸς τοῦ γλεύκους) Κύθηρ. Ἐπέβρασεν τὸ φαεῖν Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA