ἀποβρακώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβρακώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβρακώνω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βρακώνω.
Σημασιολογία
1) Ἀποβρακίζω ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἐπεβράκωσα τὰ παιδία καὶ ἔλουσα τἀ ποδάρ ’τουν Τραπ. 2) Μέσ. ἀποβρακοῦμαι, μένω ἀβράκωτος φθειρομένης τῆς περισκελίδος μου ἔνθ’ ἀν.: ᾿Επεβρακῶθεν κιˬ ἄλλο βρακὶν ’κ’ ἔ’ νὰ φορῇ Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA