ἀποβρεγμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβρεγμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποβρεγμίζω, ἀποβραμίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀποβρομίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόβρεγμα, παρ’ ὃ καὶ ἀποβράμα, ὅθεν τὸ ἀποβραμίζ-ζω. Ὁ τύπ. ἀποβρομίζ-ζω κατ᾿ ἀφομ. ἐξακολουθητικήν.

Σημασιολογία

Πλύνω, περιχύνω δι’ ἀλισσίβας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/